καταπλουτομαχώ

καταπλουτομαχώ
καταπλουτομαχῶ, -έω (Α)
κατανικώ κάποιον με τον πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πλοῦτος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. αρματο-μαχώ, ιππο-μαχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”